- ὀνησίμως
- ὀνήσιμοςusefuladverbialὀνήσιμοςusefulmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ονήσιμος — I (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Αγγειογράφος του ερυθρόμορφου ρυθμού, το όνομα του οποίου συμπληρώνεται από μερικούς ειδικούς σε υπογραφή κύλικας του αγγειοπλάστη και αγγειογράφου Ευφρόνιου. Το αγγείο περιλαμβάνεται στα εκθέματα του Μουσείου… … Dictionary of Greek